-
1 λωγάλιοι
Grammatical information: m.?Meaning: ἀστράγαλοι η πόρνοι H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Can in the first meaning belong to λέγω as "die Aufgelesenen" with lengthened grade as in λώγη; cf. also λογάδες ( λίθοι) `roll(ed) stones' (s. λογάδες); λ-suffix (plus ιο-deriv.) as in ἀστράγαλος, κροκάλη a. o. -- In the sense of πόρνοι to λωγάς, s. v. λωγάνιον.Page in Frisk: 2,151Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λωγάλιοι
-
2 λωγάλιοι
λωγάλιοι· ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, Hsch.; cf. sq. andA v. λωγάς. [full] λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc.Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c.—In Suid. [full] λογάνιον sine expl., in Hsch. [full] λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. [full] λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. [full] λωγάω, = λέγω, Theognost.Can.149; ἐλώγη· ἔλεγεν, Hsch. (ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), [dialect] Dor.[var] contr. from ἐλώγαε. [full] λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωγάλιοι
См. также в других словарях:
λωγάλιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι»… … Dictionary of Greek